ὑποδεκτικόν

ὑποδεκτικόν
ὑποδεκτικός
of
masc acc sg
ὑποδεκτικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποδεκτικός — ή, όν, Α [ὑποδέκτης] 1. κατάλληλος να δέχεται μέσα του κάτι για εναποθήκευση («ὑποδεκτικὸν ταρίχων ἀγγεῑον», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. φρ. «ὑποδεκτικὸν δεῑπνον» δείπνο υποδοχής, δείπνο για να καλωσορίσουν και να τιμήσουν κάποιον (Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”